- Ληρόκριτος
- Ληρόκριτος, ὁ (Α)λογοπαικτική παραποίηση τού ονόματος τού Δημοκρίτου από τον Επίκουρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + -κριτος (< κρίνω), πρβλ. Δημό-κριτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… … Dictionary of Greek